- ολοτρόγυρα
- ολοτρόγυρα και ολόγυρα (επίρρ. τοπ.), γύρω γύρω, απ' όλα τα μέρη: Άναψαν φωτιά και καθίσανε ολοτρόγυρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυκλωτός — ή, ό (Α κυκλωτός, ή, όν) [κυκλώ (II)] αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.) νεοελλ. περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»). επίρρ... κυκλωτά (Α κυκλωτῶς) σε σχήμα κύκλου, κυκλικά,… … Dictionary of Greek